- φιλέραστος
- φιλέραστοςamorousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλέραστος — η, ο / φιλέραστος, ον, ΝΑ 1. επιρρεπής στους έρωτες, ερωτικός 2. ο αγαπητός στους εραστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐραστός «αγαπητός» (< ἔραμαι)] … Dictionary of Greek
φιλέραστον — φιλέραστος amorous masc/fem acc sg φιλέραστος amorous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέραστα — φιλέραστος amorous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέραστε — φιλέραστος amorous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεραστώ — έω, Α [φιλέραστος] είμαι φιλέραστος … Dictionary of Greek
φίλερως — έρωτος, ὁ, ἡ, Α φιλέραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔρως (πρβλ. πολύ ερως)] … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλεραστία — η, ΝΑ [φιλέραστος] η αγάπη για τους έρωτες αρχ. η αγάπη για τον εραστή … Dictionary of Greek
ՑԱՆԿԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 2 0909 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c ա. φιλήδονος, φιλέραστος voluptatum amator, amoribus deditus. Սիրօղ ցանկութեան մարմնոյ. հեշտասէր. ցանկամոլ. մոլեալ ʼի սէր ախտաւոր ցանկութեանց. տռփոտ. *Ցանկասերք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)